- λιγνίνη ή ξυλίνη
- Πολύπλοκη πολυμερής ένωση, που αποτελεί ένα από τα κυριότερα συστατικά του ξύλου (25-35%) μετά την κυτταρίνη. Η χημική της σύσταση δεν έχει τελείως καθοριστεί, έχει βρεθεί όμως ότι το μόριό της αποτελείται από τα προϊόντα πολυμερισμού τριών αρωματικών αλκοολών: της κωνυφερυλικής, της συναπυλικής και της p-κουμαρυλικής αλκοόλης. Είναι μία άμορφη ουσία με κιτρινοσταχτί χρώμα, αδιάλυτη στο νερό και στους οργανικούς διαλύτες, αλλά διαλυτή στο νιτρικό οξύ ή σε διάλυμα καυστικού καλίου με θέρμανση και πίεση. Χρωματίζει έντονα κόκκινο το αμμωνιακό διάλυμα της φουξίνης και αποκτά κόκκινο χρώμα παρουσία διαλύματος φλωρογλυκίνης ή πυροκατεχίνης. Η λειτουργία της λ. είναι να συγκρατεί τις ίνες της κυτταρίνης μεταξύ τους, ενισχύοντας σημαντικά τη μηχανική αντοχή του φυτικού τοιχώματος και εμποδίζοντας τη μεταφορά ουσιών μέσω αυτού, καθώς επίσης και την είσοδο παθογόνων οργανισμών στα φυτικά κύτταρα. Η διάσπαση της λ. επιτυγχάνεται μόνο με τη δράση κάποιων μυκήτων.
Dictionary of Greek. 2013.